- επίπονος
- η , ο [ος , ον ] трудный, тяжёлый; утомительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπίπονος — painful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπονος — η, ο (AM ἐπίπονος, ον) [πόνος] κουραστικός, κοπιαστικός («ἔργα... καλὰ καὶ ἐπίπονα», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που προκαλεί πόνο, ο γεμάτος κόπους και βάσανα 2. (για πρόσ.) μτφ. εργατικός, επιμελής («δεινοῡ καὶ ἐπιπόνου καί... εὐτυχοῡς ἀνδρός», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
επίπονος — η, ο επίρρ. α που γίνεται με κόπο, κοπιαστικός, κουραστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιπονώτερον — ἐπίπονος painful masc acc comp sg ἐπίπονος painful neut nom/voc/acc comp sg ἐπίπονος painful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπονωτάτων — ἐπίπονος painful fem gen superl pl ἐπίπονος painful masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπονώτατα — ἐπίπονος painful adverbial superl ἐπίπονος painful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπονώτατον — ἐπίπονος painful masc acc superl sg ἐπίπονος painful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπόνως — ἐπίπονος painful adverbial ἐπίπονος painful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπονον — ἐπίπονος painful masc/fem acc sg ἐπίπονος painful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπονωτάτη — ἐπίπονος painful fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπονωτάτην — ἐπίπονος painful fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)